- αξάφνου
- επίρρ.άξαφνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άξαφνα — κ. άξαφνου επίρρ. βλ. έξαφνα κ. εξάφνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. επίρρ.) εξαίφνης το αρκτικό α με αφομοίωση, ενώ το ληκτικό α και ου αναλογικά προς τα επιρρ. σε α και ου] … Dictionary of Greek
εξάφνου — και ξάφνου επίρρ. 1. ξαφνικά, αναπάντεχα («μα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι», Ερωτόκρ.) 2. στη στιγμή, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. εξαίφνης. Το ληκτικό ου αναλογικά προς τα επίρρ. σε ου (πρβλ. και άξαφνα αξάφνου)] … Dictionary of Greek
μεσοπέλαγο — το (Μ μεσοπέλαγο και μεσοπέλαγος) 1. το μέσο τού πελάγους, η ανοιχτή θάλασσα 2. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοπέλαγα και μεσοπέλαα στο μέσο τού πελάγους, καταμεσής τού πελάγους («σαν όντε μεσοπέλαγα δυο ανέμοι σηκωθούσι / αξάφνου, και με τη βροντή… … Dictionary of Greek